προέρχομαι

προέρχομαι
προέρχομαι mid. dep.; impf. προηρχόμην; fut. προελεύσομαι; 2 aor. προῆλθον; pf. 3 sg. προελήλυθεν (Just.) (Hdt.+; ins, pap, LXX; TestSol; TestJob 10:3; TestJos 19:3 [8]; EpArist 235 πρ. εἰς=‘go over to’; Philo, Joseph., Just.; Tat. 5, 2; Mel., P. 66, 469; Ath., 10, 3, R. 17 p. 69, 8).
to continue to advance, go forward, advance, proceed w. acc. of degree or way (Pla., Rep. 1, 328e; 10, 616b ὁδόν) μικρόν a little (Plut., Thes. 11, 1; cp. Jos., Vi. 304 πρ. ὀλίγον) Mt 26:39 (v.l. προσελθών); Mk 14:35 (v.l. προσελθών). ῥύμην μίαν go along one lane or go one block farther Ac 12:10. πρ. ὡσεὶ πόδας λ´ Hv 4, 2, 1.—Of time advance, come on (Iambl., Vi. Pyth. 35, 251) τὸ κυρίου πάσχα προέρχεται Dg 12:9.—Of Christ ἵνα εἰς κόσμον προέλθῃ that he might come into this world AcPlCor 2:6.
to precede as leader/guide, go before. W. acc. of pers. (Plut., Brut. 995 [25, 4] ὁ Βροῦτος πολὺ προῆλθε τοὺς κομίζοντας τὸ ἄριστον=Brutus went before the bearers) Ἰούδας προήρχετο αὐτοὺς Lk 22:47 (v.l. αὐτῶν; for the gen. cp. X., Cyr. 2, 2, 7; Jdth 2:19; Just., A I, 23, 1). For Lk 1:17 s. 3.
to precede so as to be ahead, come/go before someone, go on before or ahead (cp. Sir 32:10) abs. (Herodian 1, 5, 2) Ac 20:5 (v.l. προσελθόντες). πρ. ἐπὶ τὸ πλοῖον go on board the ship beforehand vs. 13 (v.l. προσελθόντες). πρ. εἰς ὑμᾶς go on to you ahead (of me) 2 Cor 9:5. οἱ προελθόντες με ἀπὸ Συρίας εἰς Ῥωμην those who have gone ahead of me from Syria to Rome IRo 10:2.—Arrive at a place before τινά someone προῆλθον αὐτούς Mk 6:33 (vv.ll. προσῆλθον αὐτοῖς et al.). προελεύσεται (v.l. προσελεύσεται) ἐνώπιον αὐτοῦ Lk 1:17 (cp. Gen 33:3, 14).
to come to the fore, come out, proceed (2 Macc 4:34; Philo, Op. M. 161; Jos., Bell. 4, 651; Just., D. 30, 1 al.)
abs. come out of the house (Ps.-Lucian, De Asin. 47; POxy 472, 5 [II A.D.]) Ac 12:13 v.l. (for προσῆλθεν). Of Christ come out (of the womb) GJs 17:3.
come forth, proceed, of Christ’s transcendent origin ἀπό from (πρ. ἀπό as 2 Macc 10:27 v.l.; Just., D. 64, 7 al.) ἀφʼ ἑνὸς πατρός IMg 7:2; ἀπὸ σιγῆς 8:2 (Proclus on Pla., Cratyl. p. 67, 9 Pasqu.: God ἀπʼ ἄλλου προῆλθεν; 100, 6).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προέρχομαι — προέρχομαι go forward pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέρχομαι — προέρχομαι, προήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — προήλθα, προκύπτω, κατάγομαι, οφείλομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάγομαι — προέρχομαι, έχω την αρχή μου, είμαι από κάπου: Η Μαρία κατάγεται από τη Χαλκίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προελθόντ' — προελθόντα , προέρχομαι go forward aor part act neut nom/voc/acc pl προελθόντα , προέρχομαι go forward aor part act masc acc sg προελθόντι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat sg προελθόντε , προέρχομαι go forward aor part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • προελθοῦσ' — προελθοῦσα , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προελθοῦσι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προελθοῦσαι , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελήλυθ' — προελήλυθα , προέρχομαι go forward perf ind act 1st sg προελήλυθε , προέρχομαι go forward perf imperat act 2nd sg προελήλυθε , προέρχομαι go forward perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλθετε — προέρχομαι go forward aor subj act 2nd pl (epic) προέλθετε , προέρχομαι go forward aor imperat act 2nd pl προέλθετε , προέρχομαι go forward aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλθω — προέρχομαι go forward aor subj act 1st sg προέλθω , προέρχομαι go forward aor subj act 1st sg προέλθω , προέρχομαι go forward aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”